- σκυτώδης
- -ῶδες, Α [σκῡτος]όμοιος με δέρμα («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυτώδεις — σκυτώδης like leather masc/fem acc pl σκυτώδης like leather masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)